- πήγασα
- πηγάζωspringaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πηγάζω — πήγασα 1. βγαίνω, αναβλύζω, έχω την πηγή μου κάπου: Το νερό πηγάζει από το βουνό. 2. μτφ., προέρχομαι, έχω την αρχή μου: Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό (Σύνταγμα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πηγάσασα — πηγάσᾱσα , πηγάζω spring aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγάσασαν — πηγάσᾱσαν , πηγάζω spring aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγάζω — πηγάζω, πήγασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πηγάσας — πηγά̱σᾱς , πηγάζω spring fut part act fem acc pl (doric) πηγά̱σᾱς , πηγάζω spring fut part act fem gen sg (doric) πηγάσᾱς , πηγάζω spring aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)